Κύκνου

Κύκνου
Κύκνος
swan
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κύκνου — κύκνος swan masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Λήδα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του βασιλιά της Αιτωλίας, Θέστιου, και σύζυγος του Τυνδάρεω, βασιλιά της Σπάρτης. Ο Δίας ενώθηκε μαζί της με τη μορφή κύκνου και η Λ. γέννησε ένα αβγό, απ’ όπου προήλθαν οι Διοσκούροι… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • Γκονζάλες, Μαρτίνες Ενρίκε — (Martinez Enrique Gonzalez, Γκουανταλαχάρα 1871 – Πόλη του Μεξικού 1952). Μεξικανός ποιητής. Στην αρχή εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος του μοντερνισμού, αλλά αργότερα κυρίως με το σονέτο του Στρίψτε τον λαιμό του κύκνου,στράφηκε εναντίον του. Η ποίησή… …   Dictionary of Greek

  • νάνοι καινοφανείς — (Αστρον.). Μία μικρή ομάδα αμυδρών αστέρων που χαρακτηρίζονται από απότομες αυξήσεις της λαμπρότητας κατά διαστήματα λίγων εβδομάδων ή μηνών (η μέγιστη λαμπρότητα διαρκεί μόνο μερικές μέρες). Η μεταβολή της λαμπρότητας (δηλαδή το εύρος) είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… …   Dictionary of Greek

  • лебединая песня — (иноск.) предсмертное сочинение Ср. Великому великая награда, Когда поэт песнь лебедя пропел И, внемля ей, народ осиротел. В.С. Курочкин. 18 го июля 1857 (смерть Беранже). Ср. Раз среди их шума раздался чудесный Голос, всю пронзивший бездну… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”